- σωσίκοσμος
- -ον, ΜΑαυτός που σώζει τον κόσμο, ο σωτήρας τού κόσμου.[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος* < σῴζω* + κόσμος (πρβλ. φιλόκοσμος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σωσικόσμιος — ον, ΜΑ [σωσίκοσμος] μσν. ο σωσίκοσμος* αρχ. το αρσ. ως ουσ. ο σωσικόσμιος μέλος φυλής που ίδρυσε στην Αλεξάνδρεια ο Νέρων ως «σωτήρας τού κόσμου» … Dictionary of Greek
κόσμος — I Τίτλος διαφόρων εφημερίδων και περιοδικών. 1. Περιοδικό που εκδόθηκε στην Αθήνα από τον Κ. Σταθόπουλο το 1861. 2. Περιοδικό που εκδόθηκε στην Κωνσταντινούπολη από τους Μ. Καλλέργη και Ι. Τανταλίδη το 1882. 3. Περιοδικό που εκδόθηκε στην Αθήνα… … Dictionary of Greek